διακωμῳδῶ

διακωμῳδῶ
διακωμῳδέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διακωμῳδέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διακωμωδώ — διακωμωδώ, διακωμώδησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακωμωδώ — (Α διακωμῳδῶ, έω) 1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία 2. γελοιοποιώ …   Dictionary of Greek

  • διακωμωδώ — διακωμώδησα, διακωμωδήθηκα, διακωμωδημένος, εμφανίζω πρόσωπα και καταστάσεις έτσι ώστε να προκαλούν το γέλιο, γελοιοποιώ: Ποτέ δε διακωμωδώ τη συμπεριφορά προσφιλών μου προσώπων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλοδιακωμωδούμαι — ( έομαι) διακωμωδώ κάποιον και συγχρόνως διακωμωδούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διακωμωδώ (ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αδιακωμώδητος — η, ο [διακωμωδώ] αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε, δεν γελοιοποιήθηκε …   Dictionary of Greek

  • γελοιοποιώ — ( έω) 1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ 2. (μέσ. παθ.) γελοιοποιούμαι γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι …   Dictionary of Greek

  • διακωμώδηση — η (Α διακωμῴδησις, εως) [διακωμῳδώ] 1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία 2. γελοιοποίηση, χλευασμός …   Dictionary of Greek

  • επικωμωδώ — ἐπικωμῳδῶ, έω (Α) [κωμῳδώ] διακωμωδώ, κοροϊδεύω …   Dictionary of Greek

  • κωμωδεύω — και κουμουδεύω (Μ) διακωμωδώ, γελοιοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κωμῳδῶ κατά τα ρ. σε εύω. Ο τ. κουμουδεύω με κώφωση τού ω σε ου ] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”